ψυχονευρωτικός

ψυχονευρωτικός
-ή, -ό, Ν [ψυχονεύρωση]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχονεύρωση
2. αυτός που πάσχει από ψυχονεύρωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”